Οι καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση, που ξεκίνησαν από το χώρο του αθλητισμού και κατέληξαν στο χώρο του θεάτρου στην Ελλάδα, παίρνουν τη μορφή της χιονοστιβάδας. «Αν ανοίξει και ο χώρος τραγούδι…» δήλωσε πρόσφατα γνωστός μουσικός, και δεν τελείωσε τη φράση του, υπονοώντας προφανώς ότι και σε αυτόν τον χώρο έχουν συμβεί ανάλογα γεγονότα, απλώς δεν έχουν ακόμα αποφασίσει τα θύματα να μιλήσουν. Και έτσι βρεθήκαμε μπροστά σε ένα ελληνικό, όπως λένε, #MeToo. Λες και η Ελλάδα θα αποτελούσε εξαίρεση του κανόνα. Λες και, όπου υπάρχουν άνθρωποι, δεν υπάρχουν και τέρατα.

Τι, άραγε, ωθεί κάποιους να κρατούν ίσες αποστάσεις ανάμεσα στους θύτες και τα θύματα; Φόβος για παρεξήγηση που θα οδηγήσει σε ακύρωση κάποιας μελλοντικής συνεργασίας; Ενδόμυχη ενοχή για ανάλογες δικές τους πράξεις; Απώθηση και άρνηση σχετικών προσωπικών εμπειριών θυματοποίησης; Πλήρης απουσία ενσυναίσθησης, που θα οδηγούσε στην κατανόηση της στάσης τους ως προδοσία – ως μία δεύτερη κακοποίηση ουσιαστικά – προς τους καταγγέλλοντες; Η φράση «θα μπορούσε να αφορά εμένα, το παιδί μου, τον αδελφό μου, την αδελφή μου κ.ο.κ.» αποτελεί τη μεγαλύτερη αλήθεια. Θα ήθελαν κάτι τέτοιο; Ή μήπως πέφτουν στη συνήθη παγίδα του «δεν θα συμβεί σε μένα»;

Η παραγραφή, επίσης, του εγκλήματος της σεξουαλικής κακοποίησης, και μάλιστα ανηλίκου, αποτελεί έγκλημα από μόνη της. Δεν μιλάμε για οικονομικές παραβάσεις ή άλλα, σχετικά αδικήματα. Ο βιασμός ή η οποιουδήποτε είδους ανάλογη πράξη – γιατί, έστω και αν θύτης και θύμα δεν οδηγηθούν σε συνουσία, η παραβίαση παραμένει, ακόμα και στις περιπτώσεις του μη αποδεκτού αγγίγματος – αποτελεί τραύμα που συνοδεύει το άτομο σε όλη τη ζωή του, παρά τα όποια χρόνια μπορεί να περάσουν. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ανήλικα παιδιά.

Σύμφωνα με το νόμο, τα κακουργήματα παραγράφονται μετά από είκοσι έτη αν προβλέπεται για αυτά η ποινή της ισόβιας κάθειρξης ή μετά από δέκα πέντε έτη σε κάθε άλλη περίπτωση. Αν υποθέσουμε ότι ο βιαστής πρόκειται να καταδικαστεί ισόβια – που δεν καταδικάζεται –, σε είκοσι χρόνια το αξιόποινο εξαλείφεται. Μπορεί ο βιασμός ενός παιδιού έντεκα ετών να μπει στο αρχείο; Δηλαδή, μπαίνει στο αρχείο και η ζωή του παιδιού; Γιατί, λοιπόν, αποτελεί η εικοσαετία ορόσημο για την παραγραφή μιας τέτοιας αξιόποινης – και αξιόπτυστης – πράξης;

Γνωστός σκηνοθέτης είχε ολόκληρη στρατιά ανήλικων παιδιών που μπαινόβγαιναν στο σπίτι του. Οι γείτονες σιωπούσαν για χρόνια, η κοπέλα του σιωπούσε για χρόνια. Τι κάνει τους ανθρώπους να σιωπούν μπροστά σε τέτοια κραυγαλέα ασχημοσύνη; Ο φόβος μήπως μπλέξουν; Μήπως δεν γίνουν πιστευτοί; Μήπως δεν γίνουν πιστευτοί και ταυτόχρονα μπλέξουν; Η έλλειψη παιδείας γύρω από τα συγκεκριμένα ζητήματα και η αδυναμία του συστήματος να αντιμετωπίσει και να στηρίξει παρόμοιες μαρτυρίες ίσως αποτελούν την απάντηση στην ερώτηση. Γιατί αποκλείεται όλοι όσοι σιωπούμε να είμαστε αδιάφοροι ή ακόμα και θύτες. Γινόμαστε, όμως, άθελά μας συνένοχοι.

Η πιθανότητα να υπάρχουν και ΜΚΟ που οργάνωναν αποστολές ανηλίκων σε σπίτια επώνυμων θυτών ξεπερνάει και την πιο νοσηρή φαντασία. Μιλάμε για ΜΚΟ που κόπτονται για τα δικαιώματα των προσφύγων; Πρόκειται, δηλαδή, για την υποκρισία και την απανθρωπιά στο μεγαλείο τους; Και μάλιστα για οργανωμένη – που σημαίνει αποδεκτή από μεγάλη ομάδα ανθρώπων, τόσο στους κόλπους των ΜΚΟ όσο και ανάμεσα σε αυτούς που υποτίθεται τις ελέγχουν – υποκρισία και απανθρωπιά; Μένει να αποδειχτεί το συγκεκριμένο ζήτημα. Αν και συνήθως, όταν πρόκειται για τέτοια οργανωμένα κυκλώματα, αυτή ακριβώς η «οργάνωση» αλλά και η δικτύωση που προφανώς έχουν με πρόσωπα και πράγματα, αφήνει μάλλον μετέωρη την ελπίδα για αποκάλυψη και τιμωρία.

Σύμφωνα με γνωστό δικηγόρο, η επίθεση κατά του σκηνοθέτη-θύτη προέρχεται από άτομα με αναξιόπιστες προσωπικότητες. Ο εν λόγω δικηγόρος, μάλιστα, μιλάει για ομοφυλόφιλους επαγγελματίες του σεξ, αναφερόμενος στους άντρες-θύματα, όπως, κατά τον ίδιο τρόπο υποθέτω, θα μιλούσε για την εργασία, το παρελθόν, το ντύσιμο μιας γυναίκας-θύματος. Μια παρένθεση για τα αυτονόητα: η σεξουαλική βία εναντίον ενός άντρα από άλλον άντρα δεν αποτελεί απόδειξη, ούτε καν ένδειξη, ότι το θύμα είναι ομοφυλόφιλος, όπως δεν θα αποτελούσε και στην περίπτωση της βίας από γυναίκα σε γυναίκα. Για την ακρίβεια, ο σεξουαλικός προσανατολισμός του θύματος είναι παντελώς άσχετος από την όποια διαστροφή του θύτη, και σίγουρα – περιττό να προσθέσω – κανένας προσανατολισμός δεν δικαιολογεί μια παραβιαστική πράξη. Το ίδιο ισχύει και αν το θύμα είναι πράγματι επαγγελματίας του σεξ – ούτε αυτή η περίπτωση δίνει δικαιολογία στη βία.

Δυστυχώς δεν σπανίζουν οι υποστηρικτές παρόμοιων εγκλημάτων. Η προσπάθεια αποδόμησης της προσωπικότητας επιζώντων σεξουαλικής βίας είναι πρακτική αισχρή και απάνθρωπη – αν και ιδιαιτέρως συχνή. Αποτελεί συνενοχή στο έγκλημα, και μάλιστα κοινωνικά αποδεκτή. Ας μην αναρωτιόμαστε μετά τι ωθεί τα θύματα να καταγγέλλουν χρόνια ολόκληρα αργότερα τα εγκλήματα εις βάρος τους ή και να μην τα καταγγέλλουν ποτέ. Τέτοιες πρακτικές συντελούν στη διαιώνιση της ντροπής – και κατ’ επέκταση της θυματοποίησης.