Θέμα για σκέψη: πρέπει πράγματι οι συγγραφείς να μετρούν τις λέξεις του έργου τους;
Ένας λόγος που πάντα σιχαινόμουν το μάθημα της Έκθεσης ήταν αυτός: συγκεκριμένο θέμα, συγκεκριμένος τρόπος σκέψης, συγκεκριμένο περιεχόμενο, συγκεκριμένο μέγεθος. Αυτονομία, ελευθερία, δημιουργικότητα, διαφορετικότητα πουθενά. Απούσες. Η ίδια προσέγγιση και στο μάθημα της Τέχνης. Αυτό που μας διδάσκουν τα σχολεία δεν είναι ο τρόπος να αναδεικνύεται το άτομο. Είναι ο τρόπος να καθοδηγείται προς μία προκαθορισμένη κατεύθυνση που ορίζεται από τον εκάστοτε κριτή του, το δάσκαλο, τον καθηγητή, τον εξεταστή, το κάθε πρόσωπο που βαθμολογεί το μαθητή. Μπορείς να ενταχθείς στο προδιαγεγραμμένο; Προχωράς. Δεν μπορείς; Ας πρόσεχες. Σαν τις πανομοιότυπες μαριονέτες που σπρώχνονται η μία πίσω από την άλλη για να πέσουν σε μία κρεατομηχανή και να βγουν από την άλλη κιμάς, που τόσο εύγλωττα και σοκαριστικά απεικονίζεται στην ταινία Pink Floyd: The Wall, από το ομώνυμο άλμπουμ του εν λόγω συγκροτήματος. Είναι αυτός, όμως, ο κατάλληλος τρόπος να εκπαιδεύουμε τα παιδιά;
Αγγίζει, ωστόσο, η συγκεκριμένη προσέγγιση του Λόγου και της Τέχνης και τις δημιουργίες των ενηλίκων; Σε ξενόγλωσσο περιοδικό για τη γραφή – γιατί, δυστυχώς, δεν είναι μόνο ελληνική επινόηση η ανελευθερία της έκφρασης – αναφέρεται ότι οι εκατόν δέκα χιλιάδες λέξεις καθιστούν ένα βιβλίο αποτυχημένο. Μάλιστα, ο συγγραφέας του συγκεκριμένου άρθρου παραθέτει ένα σχεδιάγραμμα όπου φαίνεται ότι κάτω από εβδομήντα χιλιάδες λέξεις το έργο θεωρείται μικρό, ογδόντα με ενενήντα καλό (cool), ενενήντα με εκατό ασφαλές, ενώ από εκατό και επάνω αρχίζει το πρόβλημα. Οι εκατόν δέκα δε το καθιστούν επιρρεπές στη μη αποδοχή, τόσο από εκδότες όσο και από αναγνώστες. Φτάνει, μάλιστα, ο αρθρογράφος να επιχειρηματολογήσει ότι ο συγκεκριμένος – δαιμονοποιημένος – αριθμός υποδηλώνει ότι ο συγγραφέας δεν έχει κάνει σωστή διόρθωση (editing) της δουλειάς του.
Και αναρωτιέμαι: ποιος το καθορίζει αυτό; Συνήθης πρακτική των εκδοτών αποτελεί ο περιορισμός του έργου του συγγραφέα, και όποιος βρίσκεται στο συγκεκριμένο κλάδο σίγουρα έχει αισθανθεί την απογοήτευση να προσεγγίζεται το βιβλίο του – που συχνά έχει γράψει με πολλή και επίμονη προσπάθεια, ψυχόβγαλμα και μοναξιά – σαν κομμάτι τυριού σε σούπερ μάρκετ («θέλω μισό κιλό», «βγαίνει επτακόσια γραμμάρια, πειράζει;» «αφαιρέστε λίγο, παρακαλώ»). Γιατί, όμως, οι εκατόν σαράντα χιλιάδες λέξεις καθιστούν ένα έργο κακό και οι ενενήντα καλό; Σχετίζεται η αξία του έργου με τον αριθμό των λέξεων; Δεν μιλώ για τις περιπτώσεις της πολυλογίας – που και αυτή είναι υποκειμενική – γιατί υποθέτω πως ένας εκδότης απλά δεν θα αναλάβει καν ένα βιβλίο που θεωρεί φλύαρο. Μιλώ για τις περιπτώσεις που οι λέξεις είναι απαραίτητες για την πλήρη ανάδειξη των ηρώων ή για τη σωστή δόμηση της ιστορίας. Γιατί, αν αυτές οι δύο προϋποθέσεις υπάρχουν, θα πρέπει να περιοριστεί ο αριθμός των λέξεων και κατά συνέπεια των σελίδων; Επειδή ένα μεγάλο βιβλίο δεν φτάνει στο ευρύ κοινό; Μα αυτή η πεποίθηση απλά προσβάλει το κοινό.
Δεν πρέπει να είναι τυχαίο που κάποια ξένα μυθιστορήματα, όσο καλά και αν ξεκινούν, μου αφήνουν μια γεύση ανολοκλήρωτου και αίολου. Φταίνε μάλλον οι απεγνωσμένες προσπάθειες μείωσης των λέξεων από τους δημιουργούς τους. Τα καλά βιβλία δεν θα πρέπει ποτέ να υπόκεινται στη λογική του μπακάλικου. Ειδάλλως γίνονται σαν τις μαριονέτες που δεν έχουν άλλη επιλογή – και προορισμό – από τη μηχανή που παράγει άμορφες μάζες.