Η παιδική σεξουαλική κακοποίηση έχει αρχίσει να απασχολεί τους επιστήμονες κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ωστόσο δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο πρόσφατο ούτε και σπάνιο. Τα ταμπού που το περιβάλλουν, ιδιαίτερα στην περίπτωση της αιμομιξίας, τα οποία στοχεύουν στη διατήρηση της εικόνας της «οικογενειακής ιερότητας», κατάφεραν να το κρατήσουν κρυμμένο στη σιωπή. Μονάχα ύστερα από το φεμινιστικό κίνημα, η κοινωνία άρχισε να αναγνωρίζει την ύπαρξή του, και κυρίως τα βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στη ζωή των θυμάτων.
Απώθηση
Μία συνέπεια της προσοχής που αυτό το φαινόμενο έλαβε ήταν η εμφάνιση ενός πολύ σημαντικού ζητήματος. Παρατηρήθηκε ότι τα ενήλικα θύματα μίας τέτοιας κακοποίησης εμφάνιζαν συχνά ένα είδος αμνησίας σε σχέση με την εμπειρία τους, είτε ολική είτε μερική, η οποία ξεπερνιόταν με την παρουσία συγκεκριμένων ερεθισμάτων (triggers) που θύμιζαν στο θύμα το περιστατικό (Brewin, 1996). Αυτού του είδους η αμνησία ονομάστηκε απώθηση.
Θεωρίες εξήγησης της απώθησης
Διαφορετικά μοντέλα του τρόπου λειτουργίας της μνήμης έχουν προταθεί προκειμένου να εξηγήσουν την απώθηση. Η ύπαρξη της αποσυνδετικής αμνησίας (dissociative amnesia) αποτελεί αναμφισβήτητο δεδομένο. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η συνείδηση είναι χωρισμένη σε κομμάτια. Το κομμάτι με το τραυματικό υλικό αποσπάται από τα υπόλοιπα και διαχωρίζεται από εκείνα με αποσυνδετικά όρια μην επιτρέποντας στις αναμνήσεις να διαφύγουν παρά μονάχα κάτω από ορισμένες συνθήκες (Chu & Dill, 1990). Άλλα μοντέλα, όπως η αναδρομική αμνησία (retrograde amnesia), σύμφωνα με το οποίο μεγάλα μέρη από το παρελθόν κάποιου είναι ξεχασμένα, ή η περιορισμένη αμνησία (limited amnesia), σύμφωνα με το οποίο λεπτομέρειες από ένα συγκεκριμένο περιστατικό του παρελθόντος δεν είναι διαθέσιμα στη συνείδηση, προσπαθούν να ρίξουν φως στον τρόπο που η απώθηση συντελείται (Briere & Conte, 1993). Το νευρo-γνωστικό πεδίο προσθέτει τη δική του συμβολή στην κατανόηση του θέματος, συνδέοντας την απώθηση με τον ιππόκαμπο, ένα τμήμα του εγκεφάλου βλάβη του οποίου έχει σαν αποτέλεσμα την αδυναμία μεταφοράς νέων πληροφοριών στην μακροπρόθεσμη μνήμη. Το νευρo-γνωστικό πεδίο αναφέρεται είτε στο μέγεθος του τμήματος αυτού του εγκεφάλου – μειωμένο μέγεθος πιθανόν να προδιαθέτει ορισμένους ανθρώπους στην ανάπτυξη Μετατραυματικού Συνδρόμου (Posttraumatic Stress Syndrome) σαν αντίδραση στο τραυματικό στρες – είτε στην έκκριση κορτιζόλης που μπορεί να το περιορίζει κατά τη διάρκεια τραυματικών εμπειριών (Dougal & Sroufe, 1998).
Οι έρευνες για την απώθηση και οι περιορισμοί τους
Υπάρχουν έρευνες που δείχνουν την ύπαρξη απώθησης στην παιδική σεξουαλική κακοποίηση, αλλά σίγουρα έχουν περιορισμούς. Εκτός από κάποιες διαχρονικές, οι οποίες ακολούθησαν γυναίκες από την ηλικία κατά την οποία συντελέστηκε η κακοποίηση μέχρι την ενηλικίωση, και μπορούν έγκυρα να αποδείξουν ότι η απώθηση επήλθε ως άμυνα σε σημαντικό αριθμό των γυναικών αυτών, αρκετές από τις υπόλοιπες έρευνες δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις διαφορές ανάμεσα στην απώθηση και τη συνειδητή επιλογή του θύματος να αποφεύγει σκέψεις που σχετίζονται με την κακοποίηση (Claridge, 1992).
Το Σύνδρομο των Ψευδών Αναμνήσεων
Ύστερα από τη διατύπωση της θεωρίας της απώθησης και της έρευνας γύρω από αυτή, όλο και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να καταφεύγουν στους θεραπευτές προκειμένου να βοηθηθούν ώστε να ανασύρουν τις θαμμένες μνήμες τους. Έτσι, δημιουργήθηκε η θεωρία του Συνδρόμου των Ψευδών Αναμνήσεων (False Memory Syndrome) από εκείνους που δεν πίστευαν στην απώθηση και απέδιδαν την ευθύνη για τη ανάσυρση των αναμνήσεων στη στρεβλή καθοδήγηση των θεραπευτών, οι οποίοι διαγίγνωσκαν λανθασμένα την παρούσα κατάσταση των πελατών τους (Ferrants, 1998). Η πρώτη Ένωση εναντίον των Ψευδών Αναμνήσεων δημιουργήθηκε από γονείς οι οποίοι είχαν άδικα κατηγορηθεί από τα παιδιά τους για σεξουαλική κακοποίηση –ή διατείνονταν πως είχαν άδικα κατηγορηθεί. Η διαμάχη ανάμεσα σε εκείνους που πίστευαν στην ανάσυρση των απωθημένων αναμνήσεων και σε εκείνους που τις θεωρούσαν μονάχα το αποτέλεσμα κακής θεραπείας άγγιξε τα όρια του φανατισμού (Saraga, 1997).
Πολλές έρευνες προσπάθησαν να αποδείξουν τη δύναμη της υπόδειξης στη δημιουργία αναμνήσεων. Μία από αυτές, ιδιαίτερα γνωστή, είναι η «εμφύτευση» σε άτομα ψευδών αναμνήσεων του γεγονότος ότι χάθηκαν σε πολυκατάστημα ως παιδιά. Ωστόσο, παρότι η υπόδειξη μπορεί πράγματι να καθοδηγήσει λανθασμένα τις αναμνήσεις ενός ατόμου, δεν υπάρχει αληθινή απόδειξη ότι ένας θεραπευτής μπορεί να «εμφυτεύσει» στον πελάτη του μνήμες κακοποίησης όταν κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ (Williams, 1994a, 1994b). Πιστεύεται πως οι άνθρωποι έχουν προϋπάρχοντα σενάρια για ορισμένα περιστατικά – όπως ενδεχομένως το περιστατικό στο πολυκατάστημα, το οποίο δεν είναι σπάνιο να συμβεί σε ένα παιδί – αλλά ένα τέτοιο σενάριο δεν είναι δυνατόν να προϋπάρχει.
Βιβλιογραφία
Duggal, S. & Sroufe, L.A. (1998). Recovered memory of childhood sexual trauma: a documented case from a longitudinal study. Journal of Traumatic Stress, 1998, 11, 2, 301-321.
Brewin, C.R. (1996). Scientific status of recovered memories. British Journal of Psychiatry, 169, 131-134.
Briere, J. & Conte, J. (1993). Self-reported amnesia for abuse in adults molested as children. Journal of Traumatic Stress, 6, 21-31.
Chu, J.A. & Dill, D.L. (1990). Dissociative symptoms in relation to childhood physical and sexual abuse. American Journal of Psychiatry, 147, 887-892.
Clarigde, K. (1992). Reconstructing memories of abuse: a theory-based approach. Psychotherapy, 29, 243-252.
Farrants, J. (1998). The “false memory” debate: a critical review of the research on recovered memories of child sexual abuse. Counselling Psychology Quarterly, 1998, 11, 3, 229-238.
Saraga, E. & MacLeod, M. (1997). False Memory Syndrome: theory or defense against reality? Feminism & Psychology, 7, 46-51.
Williams, L.M. (1994a). Recall of childhood trauma: a prospective study of women’s memories of child sexual abuse. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 62, 1167-1176.
Williams, L.M. (1994b). What does it mean to forget child sexual abuse? In reply to Loftus, Garry & Feldman (1994). Journal of Consulting and Clinical Psychology, 62, 1182-1186.