Πολλοί θεραπευτές έχουν την εμπειρία ενός πελάτη ο οποίος δεν βελτιώνεται όση θεραπεία και να του παρέχουν. Τότε αποδίδουν ευθύνες στην αντίσταση, σε βαθιά ριζωμένα ψυχοδυναμικά θέματα ή σε απωθημένα παρελθόντα τραύματα. Παραβλέπουν όμως το βιολογικό παράγοντα (Petrones & Kennedy, 1991). Ένας πελάτης που δηλώνει ότι δεν ξέρει γιατί έχει κατάθλιψη αφού όλα στη ζωή του είναι όπως τα θέλει, και ύστερα, έχοντας λάβει φαρμακευτική αγωγή, καταλήγει ότι για πρώτη φορά στη ζωή του νιώθει τόσο ωραία, πιθανόν είναι προδιατεθειμένος στη νόσο.
Ο γενετικός παράγοντας
Έρευνες δείχνουν ότι ευθύνη για την κατάθλιψη έχουν διαταραχές στο επίπεδο των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο, και δη στο νευροδιαβιβαστή σεροτονίνη, χωρίς όμως να αποκλείεται εμπλοκή και των νορεπινεφρίνη και ντοπαμίνη. Μελετώντας δείγματα με δίδυμα οι επιστήμονες κατέληξαν πως η γενετική συμβολή στην κατάθλιψη είναι κατά 25% σημαντικότερη από κάποιο άλλο περιστατικό στη ζωή ενός ατόμου, όπως, για παράδειγμα, την απώλεια του ενός γονέα. Σύγκριση ανάμεσα σε μονοζυγωτικά και διζυγωτικά δίδυμα έδειξε πόσο ισχυρός είναι ο ρόλος του γενετικού παράγοντα στην κατάθλιψη, κυρίως στις πιο βαριές όψεις της νόσου (Kendler et al, 2000). Ιδιαίτερα οι πιο σοβαρές μορφές της σχετίζονται με την εγγενή προδιάθεση, ενώ οι πιο ελαφριές επηρεάζονται από το οικογενειακό περιβάλλον. Επίσης ο γενετικός παράγοντας παίζει μεγαλύτερο ρόλο σε περιπτώσεις εμφάνισης της διαταραχής πριν την ηλικία των τριάντα (McGuffin et al, 1991).
Ο περιβαλλοντικός παράγοντας
Ωστόσο είναι δύσκολο να απομονωθεί ο γενετικός παράγοντας από τον περιβαλλοντικό. Τα παιδιά των καταθλιπτικών γονέων έχουν έξι φορές περισσότερη πιθανότητα να πάθουν κατάθλιψη, εξαιτίας όχι μόνο του κληρονομικού παράγοντα αλλά και του περιβαλλοντικού. Η θλίψη, το κλάμα, η ληθαργία, η ευερεθιστότητα, η στροφή κατά του εαυτού και η υπεραπασχόληση με τον εαυτό, υποδηλώνουν στους άλλους πως ο πάσχων είναι βαθύτατα δυστυχισμένος, ανικανοποίητος με τον εαυτό του αλλά και τους γύρω του, και συναισθηματικά μη διαθέσιμος.
Η καταθλιπτική μητέρα
Κατά τους τρεις κιόλας πρώτους μήνες της ζωής ενός παιδιού, οι καταθλιπτικές μητέρες επιδεικνύουν περισσότερο θυμό και αποστασιοποίηση και λιγότερη διάθεση για παιχνίδι, ενώ τα μωρά τους περνούν περισσότερο χρόνο στο κλάμα παρά στο παιχνίδι. Τα μωρά εξακολουθούν να δείχνουν καταθλιπτική συμπεριφορά με τους άλλους ενήλικους όσο διαρκεί η κατάθλιψη της μητέρας, αλλά, όταν υποχωρήσει, υποχωρούν και τα δικά τους συμπτώματα (Hammen, 1991). Όσον αφορά στην ηλικία, οι μητέρες βρεφών τείνουν να δείχνουν υπέρμετρη τρυφερότητα ή, αντίθετα, εχθρότητα προς τα μωρά τους, ενώ οι μητέρες παιδιών στη σχολική ηλικία τείνουν να απομακρύνονται από τη ζωή τους. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα φαίνεται να σημειώνεται στην εφηβεία, όπου οι έφηβοι δυσκολεύονται να ανεχτούν την εχθρότητα και την απομάκρυνση των μητέρων τους.
Η επίδραση στο παιδί
Το παιδί του καταθλιπτικού γονέα ζει σε μία καταθλιπτική ατμόσφαιρα, όπου δεν εκτιμάται για τον εαυτό του αλλά για το τι μπορεί να προσφέρει στον γονέα αυτόν. Αισθάνεται υποχρεωμένο να βελτιώσει την κατάσταση στην οικογένειά του και νιώθει ενοχές και χαμηλή αυτοεκτίμηση όταν δεν ανταποκρίνεται στις γονικές απαιτήσεις. Αφού πια έχει κάνει αρκετές προσπάθειες να βελτιώσει την κατάσταση χωρίς αποτέλεσμα, διακατέχεται τελικά από έλλειψη κινήτρων, απάθεια και κατάθλιψη (Hammen, 2002).
Γνωστική ανάπτυξη
Υπάρχουν σοβαρές επιρροές της γονικής κατάθλιψης στην γνωστική ανάπτυξη του παιδιού. Συχνά τα παιδιά αυτά παρακολουθούν ειδικές τάξεις για προβλήματα συμπεριφοράς και μάθησης (Haaga et al, 1995). Τα παιδιά καταθλιπτικών μητέρων στην ηλικία των τριών χρονών, βρέθηκε να έχουν προβλήματα ανάγνωσης στην ηλικία των επτά, και τα παιδιά με μητέρες που δεν τους πρόσφεραν γνωστική διέγερση στην ηλικία των δύο, χαμηλότερη απόδοση στο σχολείο στην ηλικία των πέντε. Επίσης μεγαλύτερα παιδιά έχουν περισσότερες πιθανότητες να κάνουν κοπάνες από το σχολείο ή να το εγκαταλείψουν πρόωρα, μειώνοντας έτσι τις πιθανότητες να εισαχθούν στην ανώτερη εκπαίδευση και κατόπιν στην αγορά εργασίας.
Κοινωνικές δεξιότητες
Τα παιδιά των καταθλιπτικών γονιών εμφανίζουν επίσης συχνά χαμηλές κοινωνικές δεξιότητες. Δυσκολεύονται να διατηρήσουν ένα κολλητό φίλο, κάτι που τα καθιστά ακόμα πιο ευάλωτα στη διαταραχή αφού η φιλία αποτελεί προστατευτικό παράγοντα. Η υπερβολική ανταγωνιστικότητα με αδέλφια και φίλους για την απόσπαση της προσοχής μπορεί να είναι η μια αιτία για την έλλειψη ισχυρών διαπροσωπικών σχέσεων. Η αρνητικότητα στη σχέση με τη μητέρα μπορεί να επεκταθεί και στους ξένους, κάνοντας το παιδί λιγότερο συμπαθητικό στους συνομηλίκους του. Επιπρόσθετα το παιδί της καταθλιπτικής μητέρας συχνά δημιουργεί έναν ψεύτικο εαυτό αφού, στην προσπάθειά του να καταγράφει τις εκάστοτε διαθέσεις της μητέρας, αποκόβεται από τα δικά του συναισθήματα και κατά συνέπεια δεν καταφέρνει να ικανοποιεί τον εαυτό του και τις ανάγκες του κατά την ενηλικίωση. Τα παιδιά αυτά έχουν ακόμα περισσότερο αρνητική αυτοεικόνα (McCauley et al, 1991).
Η προστασία
Ωστόσο κάποια παιδιά δείχνουν μεγάλη ανθεκτικότητα στις αντιξοότητες και κάποτε αναπτύσσουν αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά. Η ανθεκτικότητα στο στρες φαίνεται να συνδέεται με θετικά στοιχεία του χαρακτήρα, το φύλο, τη ζεστή παρουσία του ενός γονέα και την απουσία έντονης αρνητικής κριτικής εναντίον του παιδιού. Ένα σχολικό περιβάλλον με ουσιαστικό ενδιαφέρον για το καλό του παιδιού μπορεί επίσης να ασκήσει σωστή επιρροή. Η ανάθεση σημαντικών καθηκόντων στο παιδί, όπως η φροντίδα ενός μικρότερου αδελφού, φαίνεται να συμβάλει εξίσου θετικά. Η γνώση μιας τέτοιας δύσκολης κατάστασης ενδυναμώνει τις εσωτερικές πηγές του παιδιού, την αυτοεκτίμησή του και αναπτύσσει εποικοδομητικές ικανότητες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε άλλες περιπτώσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Hammen, C. (1991). Mother-child interactions in families of depressed women. Presented at the Society for Research in Child Development, Seattle, 1991.
Hammen, C. (2002). Depression runs in families: the social context of risk and resilience in children of depressed mothers. New York: Springer-Verlag.
Haaga, D.A., Ahrens, A.H., Schulman, P., Seligman, M.E.P., Derubeis, R.J., & Minarik, M.L. (1995). Metatraits and cognitive assessment: applications to attributional style and depressive symptoms. Cognitive Therapy and Research, 19, 121-142.
Gotlib, I.H., & Goodman, S.H. (2002). The significance of parental depressed mood for young adolescents’ emotional and family experiences. Journal of Early Adolescence, 23, 241-167.
Kendler, K.S., Myers, J.M., & Neale, M.C. (2000). A multidimensional twin study of mental health in women. American Journal of Psychiatry, 157, 506-513.
McCauley, E., Reid, M., & Kerns, K. (1991). Perceptions of family and peer relationships in depressed and nondepressed young people. Presented at the Society for Research in Child Development, Seattle, 1991.
McGuffin, P., Katz, R., & Rutherford, J. (1991). Nature, nurture and depression: a twin study. Psychological Medicine, 21, 329-335.
Petrones, A., & Kennedy, L.J. (1995). Unstable genes – unstable mind? American Journal of Psychiatry, 152, 164-172.