Η Kate Elisabeth Russell δημιουργεί μία ιστορία συγκλονιστική, κυριολεκτική γροθιά στο στομάχι: την ιστορία της αποπλάνησης της δεκαπεντάχρονης Βανέσσας, που ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας, από το μεσήλικα καθηγητή του μαθήματος της Λογοτεχνίας, στο σχολείο όπου φοιτά ως εσωτερική. Με ανάσα κομμένη και στομάχι δεμένο παρακολουθούμε βήμα-βήμα την πορεία αυτής της αποπλάνησης από την πρώτη λέξη που ανταλλάσσουν μέχρι την προσπάθεια της ενήλικης πια Βανέσσας να βρει το βηματισμό της στη ζωή, προσπάθεια που, ωστόσο, δυσχεραίνεται από την παρουσία ενός τραύματος που δεν αντιμετωπίστηκε.
Το βιβλίο πηγαινοέρχεται από το παρόν στο παρελθόν και τανάπαλιν σε όλη τη διάρκειά του, δίνοντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα να διαπιστώσει με ωμότητα και ρεαλισμό ότι ο μύθος της Λολίτας – της όμορφης, δηλαδή, έφηβης που “αποπλανεί” το μεσήλικο “θύμα” της – οφείλει πλέον να καταρριφθεί και να αντιμετωπιστεί ακριβώς όπως είναι: ως το κατάπτυστο αδίκημα της παιδικής κακοποίησης που πρέπει να επιφέρει τις ανάλογες συνέπειες.
Αφορμή για την θύμηση των γεγονότων που τη σημάδεψαν ως έφηβη, στέκεται η καταγγελία μίας άλλης, ενήλικης πλέον, μαθήτριας για σεξουαλική κακοποίηση από τον εν λόγω καθηγητή, καταγγελία που βρίσκει τη Βανέσσα να αναρωτιέται αν και κατά πόσο, πρώτον, μπορεί να είναι αληθινή, και, δεύτερον, μπορεί να αφορά και την ίδια. Η Βανέσσα έχει μεγαλώσει διαψεύδοντας και σιγώντας ασταμάτητα το σώμα της και την καρδιά της που της φωνάζουν το αυτονόητο: πως αυτό που είχε με τον καθηγητή της δεν ήταν σχέση. Ήταν βιασμός.
Το τραύμα ξεδιπλώνεται μπροστά στον αναγνώστη σοκαριστικά οδυνηρό: ο τρόπος που την επιλέγει – για την ευθραυστότητα και τη μοναχικότητά της, άραγε; – η στρατηγική που χρησιμοποιεί – αρχίζει με κολακεία που οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερη επαφή μεταξύ τους και στο πρώτο άγγιγμα από μέρους του, το οποίο η Βανέσσα αντιλαμβάνεται ως έρωτα – ενώ ταυτόχρονα την κάνει να πιστεύει πως έχει μερίδιο ευθύνης σε όσα συμβαίνουν, μέχρι τον τελικό βιασμό της, τον οποίο εκείνη αρνείται να κατονομάσει ως τέτοιο, παρά το φόβο, τον πόνο και την παράλυση του σώματός της την ώρα που – όπως η ίδια παριστάνει πως πιστεύει – “κάνουν έρωτα”.
Ο θύτης της τη χειρίζεται με κυριολεκτική πλύση εγκεφάλου, σπρώχνοντάς τη ακόμα και να θεωρεί την κακοποιητική σχέση τους ως κάτι φυσιολογικό, παρότι η εμπειρία εγγράφεται μέσα της ως παραβίαση. Η Βανέσσα οδηγείται σε τέτοιο σημείο διαστρέβλωσης, που θεωρεί τον εαυτό της ως θύτη και το θύτη της ως θύμα, ενώ, επειδή κατατρέχεται από αισθήματα ντροπής και ενοχής – όπως όλα τα θύματα σεξουαλικής επίθεσης, αλλά ακόμα περισσότερο τα ανήλικα – παραμένει κολλημένη κοντά του σε όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής, θεωρώντας τον εντελώς αυτοκαταστροφικά ως σημείο αναφοράς για τη διαμόρφωση της εικόνας της, σε μια εξάρτηση που αυτός δημιούργησε.
Παρότι η Βανέσσα δεν θέλει να δει την κακοποίησή της, η μερική αμνησία, η αποπροσωποποίηση, ο πόνος και ο τρόμος που συνοδεύουν τις μνήμες της, την οδηγούν αναπόφευκτα να αναθεωρήσει. Η καταγγελία της άλλης πρώην μαθήτριας τη βοηθάει ακόμα περισσότερο να δει τους λόγους που δεν έχει γιατρευτεί, που έχει μείνει προσκολλημένη σε εκείνη την ηλικία, σαν η θυματοποίησή της να ανέκοψε τα εξελικτικά της στάδια. Ταυτόχρονα, την οδηγεί να αντιμετωπίσει την προδοσία του περιβάλλοντός της, προδοσία που συνέτεινε στο τραύμα: του σχολείου που κουκούλωσε το σκάνδαλο εις βάρος της, και της μητέρας της που δεν κατάφερε να παρέχει στην έφηβη κόρη της τη στήριξη που εκείνη χρειαζόταν. Ο δρόμος της ίασης δύσβατος. Αργός και επώδυνος. Όπως για όλα τα θύματα κακοποίησης.