Η γραφή της Πασχαλίας Τραυλού, στο τελευταίο μυθιστόρημά της, θυμίζει αγαπημένες βορειοευρωπαίες συγγραφείς: ακριβής, σκοτεινή, μυστηριακή και μελαγχολική, όπως τα τοπία της παγωμένης Ουγγαρίας όπου διαδραματίζεται η ιστορία της. Με ύφος κλασικό, περιγραφές γλαφυρές, ματιά διεισδυτική, εισβάλει με μαεστρία στην ψυχοσύνθεση της γυναίκας, που προσπαθεί να επιβιώσει σε μια βαθιά πατριαρχική κοινωνία.
Η ηρωίδα της, η Αντζέλικα, καταφτάνει σε ένα μικρό, απομονωμένο χωριό της Ουγγαρίας κουβαλώντας στις αποσκευές της τραυματικά μυστικά. Προσπαθώντας να στεριώσει σε έναν τόπο όπου επικρατεί η στενομυαλιά και η υποκρισία, όπως επίσης και ο άγραφος κανόνας πολλών χωριών – αλλοτινών και σημερινών – «βλέπε αλλά μη μιλάς», κατορθώνει να επιβληθεί σύντομα ως «η γιατρίνα». Αυτή τη θέση εκμεταλλεύεται προκειμένου να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια της. Τιμωρεί τους θύτες των γυναικών συγχωριανών της με την εσχάτη των ποινών.
Η Αντζέλικα είναι διαφορετική. Και η διαφορετικότητά της δρα ανατρεπτικά στην κλειστή κοινωνία του χωριού. Είναι αινιγματική, πολυπρόσωπη, αμφιλεγόμενη, χωρίς αναστολές, αδυσώπητη αλλά και τρυφερή. Βρίζει πολύ, κάτι απαγορευτικό για την εποχή, ενώ βλέπει την πορνεία των γυναικών ως «επιλογή να εμπορεύονται το κορμί τους αντί να το δώσουν σε κάποιον που απεχθάνονται». Ενώ κινεί τα νήματα των άλλων σαν μαριονετίστας – με μια χειριστικότητα ώρες-ώρες απολαυστική – φτάνει να αυτοαποκαλείται «η θεά του Ναγκιρέβ». Έτσι, οδηγεί τον εαυτό της στην ύβρι.
Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι εξίσου ενδιαφέροντες: η μονόχνωτη, μοναχική αντρογυναίκα Άγκνες, η αθώα, αυθόρμητη και αντισυμβατική Μπλάνκα, η παθητική και αδύναμη Σουζάνα που μεταλλάσσεται στον πιο άτεγκτο τιμωρό, αντικαθιστώντας την Αντζέλικα, όπου το χέρι της «θεάς» δεν φτάνει, ο υποκριτής και ρηχός Γκιόργκι, ο παπάς, ο διαβολοπαπάς, για τον οποίο ώρες-ώρες η Αντζέλικα αναρωτιέται αν αποτελεί το άλτερ έγκο της.
Η συγγραφέας θέτει το πολυσυζητημένο αλλά ακόμα αναπάντητο ερώτημα: τι ωθεί έναν άνθρωπο στο φόνο; Είναι τα απευκταία γονίδια ή τα κακοφορμισμένα τραύματα; Ωστόσο, το έγκλημα, όσο κι αν παραμένει έγκλημα, έχει πολλές αποχρώσεις. Όπως η Πασχαλία Τραυλού επισημαίνει: «Είναι πολύ ρευστά τα όρια ανάμεσα στους αγγέλους και στους διαβόλους».