Ο Γέπε και η Ανέτ. Το αταίριαστο ζευγάρι των ντετέκτιβ. Εκείνη τον αποκαλεί «ευαισθητούλη», εκείνος τη βλέπει σαν «μπουλντόζα». Εύθραυστος, συναισθηματικός, εσωστρεφής και ψυχαναγκαστικός, χωρισμένος και δεμένος με τη μαμά του εκείνος – παραφωνία στον κόσμο των «σκληρών μπάτσων» – σκληρόπετση, νευρική και πληθωρική, αλλά καλόκαρδη εκείνη, ερωτευμένη σύζυγος και σκυλομάνα. Τη ζηλεύει για την ερωτική της ζωή. Τον κοροϊδεύει για τη μοναχικότητά του. Παρά τις διαφορές τους, στηρίζουν ολόψυχα ο ένας τον άλλο.
Από την άλλη, η Έστερ. Μια γηραιή κυρία, πρόσφατα συνταξιοδοτημένη και επίδοξη συγγραφέας. Η Έστερ αναζητεί έμπνευση προκειμένου να αρχίσει να χτίζει τη συγγραφική καριέρα της. Τη βρίσκει στη Γιούλη, τη νεαρή φοιτήτρια, ενοικιάστρια ενός εκ των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας της. Η Γιούλη, μια «ήρεμη θάλασσα γεμάτη μυστικά», το νεανικό άλτερ έγκο της γηραιής κυρίας, τραβάει την προσοχή της, εμπνέοντάς τη να ξεκινήσει μία ιστορία φόνου. Μέχρι που η Γιούλη βρίσκεται αληθινά δολοφονημένη.
Η Engberg μας μεταφέρει στη σύγχρονη Κοπεγχάγη – η οποία «μοιάζει με γυναίκα που δεν βρίσκει πουθενά ησυχία» – και μας παρουσιάζει τους ήρωές της με χιούμορ, ευαισθησία, σαρκασμό, ειλικρίνεια και διεισδυτικότητα. Η Έστερ είναι μια συμπαθέστατη γηραιή κυρία που πίνει λίγο παραπάνω και τολμά ακόμα περισσότερο, δεδομένης κιόλας της ηλικίας της. Μια ηρωίδα που παραμένει τολμηρή μέχρι το τέλος. Η Γιούλη, εξίσου μοναχική, από μη φυσιολογική οικογένεια – όπως την περιγράφει η φίλη και συγκάτοικός της – αναζητά τον έρωτα στο διαφορετικό, στο απλησίαστο.
Η Engberg δεν διστάζει να περιγελάσει με την ίδια ακριβώς ωμή ειρωνεία και τον κόσμο των συγγραφέων, παρουσιάζοντας εύγλωττα την υποκρισία ορισμένων. Ο Έρικ Κίνγκο, επιτυχημένος στο χώρο, γεμάτος αλαζονεία και έπαρση, παραδέχεται ανοιχτά την ύπαρξη των νεαρών καλλιτεχνών που «προστατεύει» και εκμεταλλεύεται, ενώ αναφωνεί: «Μήπως υπάρχει γυναίκα που ξέρει να γράφει καλά;» Χλευάζει την Έστερ ντε Λορέντι, τη μεσήλικη καθηγήτρια Πανεπιστημίου που κάνει δειλά το ντεμπούτο της, ενώ κατηγορεί την Άννα Χάρλοβ, τη νεαρή πρωτοεμφανιζόμενη, πως γράφει βαρετά και πως χρησιμοποιεί τα θέλγητρά της για να διαπρέψει στον κλάδο.
«Η λογοτεχνία γίνεται πραγματικότητα κι η πραγματικότητα λογοτεχνία». Για αυτό δεν είναι η λογοτεχνία τόσο συναρπαστική; Επειδή διατρέχεις τις σελίδες και, αν είσαι τυχερός, μπορείς να διακρίνεις τον εαυτό σου και τη ζωή σου, αν είσαι τυχερός, μπορείς να διακρίνεις έναν άλλο δρόμο για σένα; «Η επιθυμία να κάνουμε κακό βρίσκεται μέσα σε όλους μας, απλά δεν παραδινόμαστε όλοι σε αυτή». Η λύση του γρίφου συντελείται από τους ντεντέκτιβ μέσα από συνεχείς ανατροπές. Όμως το τέλος του μυθιστορήματος δεν είναι μονάχα η σύλληψη του ενόχου. Είναι και η εσωτερική εξέλιξη και αλλαγή των ηρώων, στοιχείο που κάνει τη διαφορά στο συγκεκριμένο αστυνομικό μυθιστόρημα.